διακλείω

διακλείω
(Α διακλείω)
1. αποκλείω, εμποδίζω
2. αποφράσσω, φράζω τελείως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδιάκλειστος — ἀδιάκλειστος, ον (Α) [διακλείω] αυτός που δεν αποκλείστηκε …   Dictionary of Greek

  • διάκλειση — η (Α διάκλεισις, εως) [διακλείω] 1. αποκλεισμός, απαγόρευση τής εισόδου 2. απόφραξη …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”